- πενθικως
- πενθικῶςгорестно, скорбно
π. ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος Xen. — быть опечаленным смертью брата
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
π. ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος Xen. — быть опечаленным смертью брата
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πενθικῶς — πενθικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθικός — ή, όν, Α [πένθος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο πένθος, ο πένθιμος. επίρρ... πενθικῶς φρ. «πενθικῶς ἔχω τινός» πενθώ για κάποιον … Dictionary of Greek
πενθητικώς — Α επίρρ. πενθικῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθητικός (< πενθῶ)] … Dictionary of Greek